- σηματωρός
- ο мор. сигнальщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σηματωρός — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης που έχει ως έργο την εκπομπή και λήψη οπτικών σημάτων με φανό ή σημαίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + ωρός / ουρός, πρβλ. σκευ ωρός (βλ. λ. ὁρῶ)] … Dictionary of Greek
σηματωρός — ο υπαξιωματικός ή απλός ναύτης υπεύθυνος για τα σήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)